- ἐναποζέννυμι
- ἐναπο-ζέννῡμι,A boil in a thing, Gal.13.118: [tense] aor. 1 part.
-ζέσας Dsc.4.176
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ζέσας Dsc.4.176
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποζέννυμι — ἐναποζέννυμι (Α) βράζω μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek